dartreux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dartreux | dartreux |
θηλυκό | dartreuse | dartreuses |
Επίθετο
[επεξεργασία]dartreux (fr) αρσενικό
- που πάσχει από πιτυρίαση