delve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

delve (en)

  • αναδιφώ, ερευνώ, ψάχνω να βρω κάτι μέσα σε ένα δοχείο, συρτάρι, τσάντα κ.λπ
  • delve into: ψάχνω να βρω πληροφορίες για κάτι