densiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα densiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | densiĝas | densiĝanta | densiĝata |
αόριστος | densiĝis | densiĝinta | densiĝita |
μέλλοντας | densiĝos | densiĝonta | densiĝota |
υποθετική | densiĝus | - | - |
προστακτική | densiĝu | - | - |
densiĝi (eo)
- συμπυκνώνομαι, γίνομαι πιο πυκνός, συγκεντρώνομαι