densimètre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
densimètre | densimètres |
densimètre (fr) αρσενικό
- το πυκνόμετρο
ενικός | πληθυντικός |
densimètre | densimètres |
densimètre (fr) αρσενικό