densimètre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
densimètre < dense + mètre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
densimètre densimètres

densimètre (fr) αρσενικό