Μετάβαση στο περιεχόμενο

densité

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
densité < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
densité densités

densité (fr) θηλυκό