Μετάβαση στο περιεχόμενο

dent-

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dent- < γαλλική dent, ιταλική dente

dent- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: δόντι

Παράγωγα

[επεξεργασία]