dente
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dente | denti |
dente (it) αρσενικό
- το δόντι
ενικός | πληθυντικός |
dente | denti |
dente (it) αρσενικό