department store
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Σύνθετο Ουσιαστικό[επεξεργασία]
department store (en)
- εμπορικό κατάστημα, συνήθως πολυόροφο, που διαθέτει μεγάλο εύρος καταναλωτικών προϊόντων, με τμήματα όπου πωλούνται διαφορετικής κατηγορίας εμπορεύματα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- big-box store
- hypermarket
- discount store
- department store στην αγγλική Βικιπαίδεια