derail
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]derail (en)
- εκτροχιάζω
- (μεταφορικά) ενεργώ ώστε κάτι να ξεφύγει από την πορεία του
- εκτροχιάζομαι
- (μεταφορικά) εκτροχιάζομαι, παρεκκλίνω, ξεφεύγω από την πορεία μου
derail (en)