derviş
Εμφάνιση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- derviş < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική درویش (derviş) < περσική درویش (darviš) < μέση περσική dlgwš (driyōš, φτωχός, ενδεής)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]derviş (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- derviş - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- → και δείτε τη λέξη درویش