Μετάβαση στο περιεχόμενο

descente

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
descente descentes

descente (fr) θηλυκό

  1. η κατάβαση, ο κατήφορος, η κάθοδος
  2. η έφοδος