destinée
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
destinée | destinées |
destinée (fr) θηλυκό
- το πεπρωμένο, ο προορισμός
ενικός | πληθυντικός |
destinée | destinées |
destinée (fr) θηλυκό