detonate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
detonate (en)
- (μεταβατικό) ανατινάζω, προκαλώ έκρηξη, πυροδοτώ
- (αμετάβατο) ανατινάζομαι, εκρήγνυμαι