diastole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
diastole | diastoles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
diastole (fr) θηλυκό
- διαστολή (καρδιάς)
ενικός | πληθυντικός |
diastole | diastoles |
diastole (fr) θηλυκό