difforme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
difforme | difformes |
Επίθετο
[επεξεργασία]difforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
difforme | difformes |
difforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό