difforme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
difforme difformes

Επίθετο

[επεξεργασία]

difforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό