dimico

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dimico < λείπει η ετυμολογία

dimico (la) (dīmicō1, dīmicāvī (και σπάνια dimicŭi), dīmicātum, dīmicāre)