diode
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
diode | diodes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
diode (fr) θηλυκό
- η δίοδος
ενικός | πληθυντικός |
diode | diodes |
diode (fr) θηλυκό