diplôme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
diplôme | diplômes |
diplôme (fr) αρσενικό
- το δίπλωμα
ενικός | πληθυντικός |
diplôme | diplômes |
diplôme (fr) αρσενικό