diplôme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /di.plom/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
diplôme diplômes

diplôme (fr) αρσενικό