disciplina
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
disciplina (it) θηλυκό
- το γνωστικό αντικείμενο
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
disciplina (la) θηλυκό
- η μελέτη
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
disciplina | disciplinas |
disciplina (pt) θηλυκό