discordância
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- discordância < από το discordar
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
discordância | discordâncias |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
discordância (pt)