Μετάβαση στο περιεχόμενο

dislocation

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dislocation (en)



      ενικός         πληθυντικός  
dislocation dislocations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dislocation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]