disparité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dis.pa.ʁi.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
disparité | disparités |
disparité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
disparité | disparités |
disparité (fr) θηλυκό