disparity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- disparity < μέση γαλλική disparité
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
disparity (en)
- ανισότητα, μεγάλη διαφορά, αναντιστοιχία
- ανισότητα δικαιωμάτων (σχετικά λόγιο μα σύνηθες)