Μετάβαση στο περιεχόμενο

disponibilité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
disponibilité disponibilités

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
disponibilité < λατινική disponibilitas

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dis.pɔ.ni.bi.li.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

disponibilité (fr) θηλυκό