disposable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
disposable (en)
- που μπορεί να πεταχτεί αφού χρησιμοποιηθεί, μιας χρήσεως
- διαθέσιμος