διαθέσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαθέσιμος < διατίθεμαι
Επίθετο[επεξεργασία]
διαθέσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να διατεθεί, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν χρειαστεί
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαθέσιμος