disponible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
disponible | disponibles |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- disponible < λατινική disponibilis
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /dis.pɔ.nibl/
Επίθετο
[επεξεργασία]disponible (fr) αρσενικό ή θηλυκό