distributivité
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
distributivité | distributivités |
distributivité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
distributivité | distributivités |
distributivité (fr) θηλυκό