Μετάβαση στο περιεχόμενο

diversification

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

diversification (en)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
diversification < diversifier

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
diversification diversifications

diversification (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]