Μετάβαση στο περιεχόμενο

divisione

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
divisione divisioni

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

divisione (it)

  1. διαίρεση
  2. (μαθηματικά) διαίρεση