Μετάβαση στο περιεχόμενο

doctorat

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
doctorat doctorats

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
doctorat < λατινική doctoratus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

doctorat (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 δείτε τη λέξη  docteur