Μετάβαση στο περιεχόμενο

documentary

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

documentary (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
documentary documentaries

documentary (en)

  • το ντοκιμαντέρ
      I will shoot a documentary about the Frankish occupation in Greece.
    Θα γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ για τη Φραγκοκρατία στην Ελλάδα.