Μετάβαση στο περιεχόμενο

doge

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: DOGE

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

doge (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
doge doges

doge (fr) αρσενικό