doigtier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
doigtier | doigtiers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
doigtier (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη doigt
ενικός | πληθυντικός |
doigtier | doigtiers |
doigtier (fr) αρσενικό