doigt
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- doigt < δημώδης λατινική ditus < λατινική digitus
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
doigt | doigts |
doigt (fr) αρσενικό
- το δάχτυλο