domestic
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]domestic (en)
- εγχώριος, εσωτερικός
- ⮡ the displacement of domestic products by imported products - η εκτόπιση των εγχώριων προϊόντων από τα εισαγόμενα
- ⮡ foreign and domestic news - εξωτερικές και εσωτερικές ειδήσεις
- οικιακός, ενδοοικογενειακός
- ⮡ domestic life - οικιακή ζωή
- ⮡ The best option for a female victim of domestic abuse is to contact a women's shelter.
- Η καλύτερη επιλογή για μια γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης είναι να επικοινωνήσει με καταφύγιο γυναικών.