Μετάβαση στο περιεχόμενο

domestic

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dəˈmɛstɪk/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

domestic (en)

  1. εγχώριος, εσωτερικός
      the displacement of domestic products by imported products - η εκτόπιση των εγχώριων προϊόντων από τα εισαγόμενα
      foreign and domestic news - εξωτερικές και εσωτερικές ειδήσεις
  2. οικιακός, ενδοοικογενειακός
      domestic life - οικιακή ζωή
      The best option for a female victim of domestic abuse is to contact a women's shelter.
    Η καλύτερη επιλογή για μια γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης είναι να επικοινωνήσει με καταφύγιο γυναικών.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]