domestic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dəˈmɛstɪk/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

domestic (en)

  • εγχώριος
    the displacement of domestic products by imported products - η εκτόπιση των εγχώριων προϊόντων από τα εισαγόμενα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]