dominance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dominance | dominances |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dominance (fr) θηλυκό
- (βιολ.) επικράτηση, κυριαρχία
ενικός | πληθυντικός |
dominance | dominances |
dominance (fr) θηλυκό