doorkeeper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

doorkeeper (en)

  • ο θυρωρός, ο υπεύθυνος για την είσοδο ενός κτηρίου

Συνώνυμα

[επεξεργασία]