dosage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dosage (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dosage | dosages |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dosage (fr) αρσενικό
dosage (en)
ενικός | πληθυντικός |
dosage | dosages |
dosage (fr) αρσενικό