Μετάβαση στο περιεχόμενο

dosage

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dosage (en)



      ενικός         πληθυντικός  
dosage dosages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dosage (fr) αρσενικό