doubtful

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

doubtful < doubt + -ful

Επίθετο

[επεξεργασία]

doubtful (en)

the efficacy of existing measures is doubtful