downgrade
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | downgrade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | downgrades |
αόριστος | downgraded |
παθητική μετοχή | downgraded |
ενεργητική μετοχή | downgrading |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]downgrade (en)
- υποβαθμίζω
- ⮡ Fitch downgraded Great Britain’s creditworthiness rating to “AA+” from “AAA”.
- Η Fitch υποβάθμισε την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Μ. Βρετανίας σε "ΑΑσυν" από "ΑΑΑ".
- ⮡ Fitch downgraded Great Britain’s creditworthiness rating to “AA+” from “AAA”.
- (πληροφορική) υποβαθμίζω λογισμικό σε παλαιότερη έκδοση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- (για λογισμικό) revert