downgrade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας downgrade
γ΄ ενικό ενεστώτα downgrades
αόριστος downgraded
παθητική μετοχή downgraded
ενεργητική μετοχή downgrading

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
downgrade < down- + grade

downgrade (en)

  1. υποβαθμίζω
    Fitch downgraded Great Britain’s creditworthiness rating to “AA+” from “AAA”.
    Η Fitch υποβάθμισε την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Μ. Βρετανίας σε "ΑΑσυν" από "ΑΑΑ".
  2. (πληροφορική) υποβαθμίζω λογισμικό σε παλαιότερη έκδοση

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • (για λογισμικό) revert