drôle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
drôle < μέση γαλλική drolle

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dʁol/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
drôle drôles

drôle (fr) αρσενικό ή θηλυκό