drôle
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- drôle < μέση γαλλική drolle
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
drôle | drôles |
drôle (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
drôle | drôles |
drôle (fr) αρσενικό ή θηλυκό