dramatisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dramatisation < dramatiser

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dʁa.ma.ti.za.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dramatisation dramatisations

dramatisation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]