drapé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό drapé drapés
θηλυκό drapée drapées

drapé (fr)

  1. τσόχινος
  2. πτυχωτός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
drapé drapés

drapé (fr) αρσενικό

  1. το σύνολο των πτυχώσεων ενός ενδύματος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη drap