drolatiquement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- drolatiquement < drolatique
Επίρρημα[επεξεργασία]
drolatiquement (fr)
- στα αστεία, αστειευόμενος, « για πλάκα »
drolatiquement (fr)