duży

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈduʒɨ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

duży (pl)

  • μεγάλος (σε διαστάσεις, σε πλήθος ή σε έννοια)

Συγγενικά

[επεξεργασία]