dużo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
dużo (pl) (αόριστο) (χωρίς παραθετικά) άκλιτο
- πολύ (επιρρηματικά)
- tu jest dużo ludzi - εδώ έχει πολύ κόσμο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συντάσσεται με γενική (dopełniacz)