Μετάβαση στο περιεχόμενο

dużo

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈduʒɔ/
 

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

dużo (pl) (αόριστο) (χωρίς παραθετικά) άκλιτο

  1. πολύ (επιρρηματικά)
    tu jest dużo ludzi - εδώ έχει πολύ κόσμο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]