mnóstwo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmnu.stfɔ/
 

Αριθμητικό[επεξεργασία]

mnóstwo (pl) (αόριστο) (χωρίς παραθετικά) άκλιτο

  1. πάρα πολύ, πλήθος (επιρρηματικά)
    tu jest mnóstwo ludzi - εδώ έχει πλήθος κόσμου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]