dulcet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
dulcet (en)
- γλυκός (για ήχους), γλυκόφωνος, γλυκόλαλος
- (γενικότερα) ευχάριστος
- (παρωχημένο) γλυκός (στη γεύση)