dure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | duro | duri |
θηλυκό | dura | dure |
dure (it)
- πληθυντικός του dura